Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2012

Tennyson A. / Τεννυσον Α.




Τένισον Άλφρεντ/ Alfred Tennyson  
(1809 – 1892 )




Ένας από τους πιο γνωστούς Άγγλους ποιητές. Ήταν γιος Άγγλου πάστορα και πραγματοποίησε λαμπρές σπουδές στο ονομαστό κολέγιο του Cambridge, Trinity College. Ήταν μαθητής ακόμα, όταν βραβεύτηκε σε ποιητικό διαγωνισμό. Σε ηλικία 18 χρόνων (1827) δημοσίευσε μαζί με τον αδερφό του Ιωάννη τη συλλογή "Ποιήματα δύο αδερφών". Το 1803 τα "Λυρικά ποιήματα" προκάλεσαν το ενδιαφέρον των κριτικών. Ακολούθησε η συλλογή "Η πριγκίπισσα" (1847) και "Τα ειδύλλια του βασιλιά". Το 1833 πέθανε πρόωρα ο φίλος του Αρθ. Χάλλαμ, για τον οποίο έγραψε την ελεγεία του "Εις μνήμην", που θεωρείται το αριστούργημά του. Ακολούθησε μία σειρά από λαμπρά πατριωτικά ποιήματα. Το 1855 δημοσίευσε τη "Μοντ" και ακολούθησαν: "Οδυσσέας" (1842), "Το άγιο δισκοπότηρο", "Η τελευταία κονταρομαχία", τα δραματικά έργα: "Βασίλισσα Μαίρη", "Χάρολντ", "Δασοφύλακες", "Το κύπελλο" και η τραγωδία "Μπέκετ". Το 1850 χρόνο στέφτηκε επίσημα ποιητής (Poet Laureate = Δαφνοστεφανωμένος Εθνικός Ποιητής). Το 1884 απέκτησε τον τίτλο του λόρδου. Ο θάνατός του απετέλεσε εθνικό πένθος για ολόκληρη την Αγγλία και στο αβαείο του Westeminster στήθηκε ο αδριάντας του.














                                  

Alfred Lord Tennyson (1809-1892)
Ulysses” / “Οδυσσέας” (1842)

Ανάξιο είναι στην ήρεμη γωνιά μου,
σαν οκνός βασιλιάς στ' άγονα βράχια,
στο πλάι γριάς συμβίας, να μοιράζω
άνισους νόμους σε τραχιούς ανθρώπους
που τρώνε, θησαυρίζουν και κοιμούνται
και δε με νιώθουν. Δεν μπορώ να πάψω
να ξεκινάω για νέα ταξείδια πάντα.
Θέλω να πιω της ζωής τη στερνή στάλα.
Έχω χαρεί πολύ, πολλά υποφέρει
μονάχος μου ή μ' αυτούς που μ΄ αγαπούσαν,
έξω σ' ακρογιαλιές ή όταν μπουρίνια
ξεσπούσανε κι οι Δωδωναίες οι Νύμφες
τη σκοτεινή τη θάλασσα ταράζαν.
Στης φήμης τα φτερά ζει τ' όνομά μου,
κ' η αχόρταγη καρδιά καινούριο πόθο
πάντα διψάει, κι ας γνώρισα κι ας είδα
σ' άλλες χώρες πως ζουν πως κυβερνούνε.
[...]
Δεν αξίζει κανείς να σταματάει,
να μη λάμπει σε δράση να σκουριάζει
γιατί δε φτάνει μόνο ν' ανασαίνεις.
Τα χρόνια της ζωής μας είναι λίγα,
και τώρα ζωή λίγη μου απομένει
μα και μιαν ώρα μόνο σαν μπορέσεις
απ' την παντοτεινή σιωπή ν' αδράξεις,
πολλά πράματα νέα θα δεις, θα μάθεις.
Θα 'μουν δειλός αν ήθελα, για λίγο
καιρό ακόμα που θα χαρώ τον ήλιο,
στον κόσμο εδώ να ζω με φρονιμάδα,
αφού κεντρίζει την ψυχή μου ο πόθος
να κυνηγώ τη Γνώση πέρα από τα όρια
της ανθρώπινης σκέψης, σαν αστέρι.
[...]
Εκεί είναι το λιμάνι. Το καράβι
με πανιά σηκωμένα περιμένει,
το πέλαο το πλατύ πέρα μαυρίζει.
Ναύτες που αγωνιστήκατε μαζί μου
μ' αντρεία ψυχή στις έγνοιες και στο μόχτο,
που με καρδιά καλή και αταραξία
δεχτήκατε με χαμογέλιο πάντα
το λαμπερό ουρανό ή τους κεραυνούς του,
είμαστε γέροι, αλλά τα συνοδεύουν
πάντα τα γηρατειά η τιμή, το χρέος.
Όλα τα σβήνει ο θάνατος. Μα τώρα,
πριν έρθει, εμείς να κάνουμε μπορούμε
έργο τρανό κι αντάξιο των ανθρώπων
που ακόμα και στους θεούς αντισταθήκαν.
[...]
Αρκετά κατορθώσαμε, μα πάντα
πολλά μένουν ακόμα για να γίνουν.
Κι αν δυνατοί δεν είμαστε όπως πρώτα
στα παλιά χρόνια, που είχαμε στο χέρι
γη κι ουρανό, είμαστε κατι ακόμα,
γιατί οι καρδιές μας είναι εξίσου αντρείες.
Κι αν ο καιρός κ' η Μοίρα τις κουράσαν,
όμως τη θέλησή τους δεν στομώνουν
για αγώνες νέους, για νέες αναζητήσεις,
και δύναμη καμιά δεν τις δαμάζει.

[Μετάφραση: Δημήτριος Σταύρου]



                             


                                                      
                                

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου